- αχαλιναγώγητος
- -η, -οαυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαλιναγωγηθεί, ο ασυγκράτητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαρηγόρητος — η, ο (AM ἀπαρηγόρητος, ον) αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος αρχ. 1. ασυγκράτητος, αχόρταγος 2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος 3. αδυσώπητος («ἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.) … Dictionary of Greek